top of page

Αποτελέσματα αναζήτησης

Βρέθηκαν 30 στοιχεία για ""

  • Iατροδικαστικές εξετάσεις βιασμού: Ο δεύτερος εφιάλτης

    Κείμενο: Βασίλης Μάρκου, Δικηγόρος Πηγή: portal the best patras Ο Bασίλης Μάρκου εξηγεί στο thebest όσα φέρνει στην επιφάνεια η υπόθεση της 24χρονης από τη Θεσσαλονίκη. Ερωτηματικά και υπόνοιες για κανονιστικά κενά, ελλείψεις καθυστερήσεις και αναβολές στις ιατροδικαστικές εξετάσεις φέρνει στην επιφάνεια η υπόθεση της 24χρονης από τη Θεσσαλονίκη που κατήγγειλε τον ομαδικό βιασμό της σε ξενοδοχείο. Όπως ανέφερε η 24χρονη χρειάστηκε να περάσουν μέρες για να την εξετάσει ο ιατροδικαστής, πράγμα που προδίδει ότι τα προβλήματα του συστήματος είναι πολλά. Μιλώντας στο thebest.gr ο δικηγόρος και ιδρυτικό μέλος της ΕΡΙΦΥΛΗΣ-κέντρο συμβουλευτικής, Βασίλης Μάρκου εξήγησε το πρωτόκολλο, τις ελλείψεις αλλά και την προδικαστική πρακτική. «Είναι κοινός τόπος στην χώρα μας ότι οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες περιορίζονται σε λίγες μόνο πόλεις, είναι υποστελεχωμένες, ενώ τα Σαββατοκύριακα εμφανίζουν ακόμα περισσότερα κενά, ακόμα και στις πόλεις που υπάρχουν τέτοιες υπηρεσίες» αναφέρει ο κ. Μάρκου. Όπως εξηγεί: «πράγματι, η 24χρονη από την Θεσσαλονίκη που καταγγέλλει τον βιασμό σε βάρος της, υποστηρίζει ότι διενεργήθηκε η αναγκαία ιατροδικαστική εξέταση στα όρια των 72 ωρών». Από την αστυνομία τονίζουν ότι η αναγκαία για την εκκίνηση της διενέργειας της αναγκαίας εξέτασης εντολή, δόθηκε την ίδια ημέρα της καταγγελίας, ενώ από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία επιβεβαιώνουν ότι η καταγγέλλουσα εξετάστηκε το πρωί της Κυριακής 2 Ιανουαρίου. Δεδομένου ότι για όλες αυτές τις ενέργειες οφείλεται να υπάρχουν σχετικές έγγραφες εκθέσεις, έχουν τεθεί υπόψη του συνηγόρου της καταγγέλλουσας και αν υπάρχουν παράνομες παραλείψεις από τα αρμόδια όργανα, μπορεί να εξετάσει τυχόν ευθύνες πιο εμπεριστατωμένα. Ανεξάρτητα εάν πράγματι δόθηκε αμέσως εντολή από την αστυνομία, ή αν πράγματι την Κυριακή 2 Ιανουαρίου η Ιατροδικαστική Υπηρεσία εκτέλεσε όλες τις αναγκαίες ιατροδικαστικές εξετάσεις ή μόνο μερικές και η άντληση υλικών από την γενετική χώρα ή από την πρωκτική για την διαπίστωση ξένου γενετικού υλικού έγινε με καθυστέρηση 72 ωρών, όπως υποστηρίζει η καταγγέλλουσα, οι ίδιοι οι ιατρικοί πραγματογνώμονες δέχονται ότι υπάρχει θεσμικό πρόβλημα στην κάλυψη τέτοιων εξετάσεων. Η διαδικασία των ιατρικών εξετάσεων για τις γυναίκες μπορεί να αποδειχτεί μια εξευτελιστική, δυσβάσταχτη και εξουθενωτική εμπειρία. Ποιο είναι το χρονικό περιθώριο που υπάρχει για τη διενέργεια τέτοιων εξετάσεων; Το ανώτερο όριο, μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει η συλλογή του υλικού είναι οι 72 ώρες. Σε αυτό το όριο έχει -κατά μέσο όρο υπολογιστεί ότι μπορεί να παραμείνει γενετικό υλικό μέσα στο σώμα ενός θύματος σε ικανή ποσότητα, έτσι ώστε να μας δώσει μία γενετική αποτύπωση. Ακόμα όμως και αν οι αναγκαίες ιατροδικαστικές πράξεις διενεργηθούν στα όρια των 72 ωρών υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να χαθούν στοιχεία. Ποια είναι τα προβλήματα που έρχονται στη επιφάνεια; Τα προβλήματα είναι πολλά. Έχει γίνει λόγος, ότι πολλοί γιατροί δεν επιθυμούν να λάβουν μέρος στην ιατρική εξέταση των θυμάτων βιασμού, για να μην αναγκαστούν να παρευρεθούν στην δίκη, γι’ αυτό πολλές φορές δεν καταγράφουν τα στοιχεία βιασμού που εντοπίζουν πάνω στο σώμα του θύματος. Μερικοί από αυτούς τους γιατρούς δεν είναι καν ειδικευόμενοι γυναικολόγοι, με αποτέλεσμα η ιατρική φροντίδα που παρέχεται να μην είναι η ορθότερη. Δεν παρέχεται καμία ψυχολογική υποστήριξη από τα νοσοκομεία, ούτε συμβουλές για τον έλεγχο αφροδισίων νόσων ή την αποφυγή εγκυμοσύνης. Πώς βιώνουν όλη αυτή τη διαδικασία των εξετάσεων οι γυναίκες; Η διαδικασία των ιατρικών εξετάσεων για τις γυναίκες μπορεί να αποδειχτεί μια εξευτελιστική, δυσβάσταχτη και εξουθενωτική εμπειρία. Υπάρχουν περιπτώσεις που η συμπεριφορά του προσωπικού του νοσοκομείου, τις προκαλεί ενοχές και αίσθημα ντροπής, υπονοώντας, ότι δεν είχαν βρεθεί σε αυτήν την θέση εάν δεν το ήθελαν. Το θύμα καθ’ όλη την διάρκεια της ποινικής δίωξης του εγκλήματος θα ξανά ζήσει πολλάκις την τραυματική εμπειρία, διότι αναγκάζεται να περιγράφει τα γεγονότα. Είναι μια από τις μεγαλύτερες διαταραχές που βιώνει, διότι εκκινεί από την αστυνομική καταγγελία του βιασμού μέχρι και την δικαστική συζήτηση του ακροατηρίου. Οι πολυάριθμες καθυστερήσεις και αναβολές της δικαστικής διαδικασίας, στοιχεία που δένουν με όσα υποστήριξε η 24χρονη, προκαλούν επιπρόσθετο τραύμα στο θύμα, όπου μιλάμε πλέον για την εγκληματολογική έννοια του «δεύτερου τραυματισμού» του θύματος. Η αναφορά της κοπέλας από τη Θεσσαλονίκη, πως η ιατροδικαστική εξέταση έγινε μετά από τριήμερη χρονοτριβή και διαδοχικές αναβολές «κουμπώνει» με παλιότερες καταγγελίες θυμάτων που αναφέρουν ακριβώς το ίδιο μοτίβο. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι κατά την διάρκεια της αναμονής οι καταγγέλλουσες δεν μπορούν να κάνουν μπάνιο και αναγκάζονται να μείνουν με το γενετικό υλικό του βιαστή που θα έχει απομείνει πάνω τους. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, διότι το λουτρό είναι το πρώτο πράγμα που θέλει να κάνει η γυναίκα ή ο άντρας που βιάζεται, καθώς νιώθουν ότι τους αηδιάζει το ίδιο το σώμα τους και θέλουν να το καθαρίσουν. Για την καλύτερη δε εξέταση, συνίσταται να μην γίνεται ούτε αλλαγή ρούχων, χτένισμα των μαλλιών ή καθαρισμός περιοχή όπου σημειώθηκε η επίθεση. Τα θύματα πολλές φορές υποβάλλονται σε έναν ατέρμονο εφιάλτη μέσα από κανόνες που δε βγάζουν για το ίδιο το ελάχιστο νόημα. Ποιες ελλείψεις υπάρχουν στο ιατροδικαστικό σύστημα; Τα παραπάνω κατατείνουν ακόμα περισσότερο σε μια άλλη ανάγκη που δυστυχώς το ιατροδικαστικό σύστημα της χώρας μας δεν έχει καλύψει. Την ύπαρξη του «κιτ βιασμού (rape kits)», ένα βασικό εργαλείο για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων μετά από σεξουαλική επίθεση. Το κιτ βιασμού είναι ένα ιατρικό κιτ που χρησιμοποιείται για τη συλλογή στοιχείων από το σώμα και τα ρούχα κάποιας που έχει πέσει θύμα βιασμού ή άλλης μορφής σεξουαλικής επίθεσης. Το εργαλείο αυτό καθίσταται εξαιρετικά ζωτικό ειδικά σε όλες εκείνες τις απογοητευτικά πολλές περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ιατροδικαστής και το θύμα αναγκάζεται να μεταβαίνει το ίδιο σε σταθερές δομές καλύπτοντας μια μεγάλη απόσταση στην κατάσταση που βρίσκεται. Αν υπήρχαν στα κατά τόπο νοσοκομεία η χρήση τους από εκπαιδευμένο νοσηλευτικό και ιατρικό, θα μπορούσε να μειώσει δραστικά τους χρόνους και την ταλαιπωρία του κακοποιημένου ατόμου. Ποια είναι τα θεσμικά κενά; «Ανομολόγητα» κανονιστικά ελλείμματα συνθέτουν τα θεσμικά κενά που αντιμετωπίζουν τα θύματα βιασμού. Εδώ εντοπίζεται ο μη προσδιορισμός των συνεπειών που η μη διεξαγωγή της υποχρεωτικά προβλεπόμενης πραγματογνωμοσύνης παράγει – και η δυσκολία του νομοθέτη να διευκολύνει την διεξαγωγή, έστω της συλλογής του υλικού και όχι της εξέτασής του από ιδιώτες με προηγούμενη ενασχόληση με το συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, ενδεχομένως μετά από κάποια πιστοποίησή τους από μια δημόσια αρχή. Ως αποτέλεσμα τα θύματα πολλές φορές υποβάλλονται σε έναν ατέρμονο εφιάλτη μέσα από κανόνες που δε βγάζουν για το ίδιο το ελάχιστο νόημα. Η αντιμετώπιση του συστήματος ως αναγκαίου και των αποφάσεων των οργάνων του σχεδόν ως θεϊκών, είναι ικανά να τις ρουφήξουν όση ζωτική πνοή τις έχουν απομείνει και να τις κατατροπώσουν.

  • H ''αναγκαιότητα του Συντάγματος''

    Κείμενο: Βασίλης Μάρκου, Δικηγόρος Πηγή: Εφημερίδα "Η Aυγή" Η αστυνομία όταν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και ασκεί υπέρμετρη βία καταχράται την εξουσία της παραβιάζοντας τον υπέρτατο νόμο και η πλειοψηφία μπορεί να αυθαιρετεί ακόμα κι αν θεωρεί ότι εκφράζει αυθεντικά την πλειονότητα του ελληνικού λαού του Βασίλη Μάρκου. Την εβδομάδα που μας πέρασε ψηφίστηκε στη Βουλή η θέση ουσιαστικά στο αρχείο σοβαρών αδικημάτων κακουργηματικής απιστίας από μεγαλοστελέχη τραπεζών χάριν τρίτων, όπως και το ξεπάγωμα περιουσιακών στοιχείων προσώπων που είναι ύποπτα για εγκληματική απάτη και νομιμοποίηση βρόμικου χρήματος. Μάλιστα, αναφορικά με το τελευταίο, οι “Financial Times” έκαναν λόγο για «ανατροπή της προσήλωσης της Ελλάδας σε διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Δεν κατέστη όμως εφικτό να κοινοποιηθούν τα παραπάνω όσο έπρεπε στην κοινή γνώμη, γιατί εδώ και κάποιο διάστημα έχει σηκωθεί παράλληλα ένας αχός ακατάσχετης επίκλησης στην ανάγκη εφαρμογής της νομιμότητας. Ακούσαμε ότι ο νόμος είναι υπεράνω πάντων, ότι οι αποφάσεις των συγκλήτων είναι δεσμευτικές άνευ άλλου τινός, ότι η αστυνομία όταν διαπιστώνει την παράβαση ενός νόμου έχει δικαίωμα να επεμβαίνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις, ότι η πλειοψηφία μπορεί να θέτει κανόνες στη μειοψηφία οι οποίοι είναι απαραβίαστοι και χρήζουν πιστής υπακοής. Έτσι ανακαλύφθηκε η ανάγκη να γίνει επιτέλους η Ελλάδα μια χώρα απαστράπτουσας τήρησης των αποφάσεων των εκλεγμένων αντιπροσώπων της ώστε «να προχωρήσουμε μπροστά», να γίνουμε δηλαδή ένα σύγχρονο κράτος σαν αυτά της διεθνούς κοινότητας που λειτουργούν τάχα ως κοινωνίες αγγέλων. Εντάχθηκαν μέσα σ’ έναν πανζουρλισμό φόβου και παροξυσμικών εξάρσεων ακόμα και δύο πανό κολλημένα σε λεωφορεία. Συνειδητοποιούμε ότι κάτι λείπει από την εξίσωση; Απομακρυνθήκαμε τόσο πολύ από τους τελευταίους πέντε περίπου αιώνες ώστε να ξεχάσουμε στο όνομα της ασφάλειας -που ποτέ δεν έρχεται- μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, τον συνταγματισμό; Την ιστορική δηλαδή κατάκτηση ενός γιγάντιου πολιτικού κινήματος που συγκλόνισε την Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική τον 17ο και 18ο αιώνα; Ξεχάσαμε ότι ο περιορισμός και ο έλεγχος της εξουσίας της πλειοψηφίας καθιερώθηκαν και αναγνωρίστηκαν σταδιακά σε παγκόσμιο επίπεδο ως ένα σύστημα αρχών, πρακτικών και θεσμικών διαρρυθμίσεων έτσι ώστε να αποτρέπονται ή να περιστέλλονται οι κίνδυνοι κρατικών αυθαιρεσιών; Διανύουμε ημέρες μνήμης των αγώνων της χώρας μας για τη δημοκρατία. Ας μην ξεχνάμε ότι υπεράνω πάντων δεν είναι καμία «αναγκαστικότητα» των αποφάσεων της πλειοψηφίας, αλλά το σύνταγμα της Ελλάδας, προϊόν ιστορικής εξέλιξης των διεργασιών που ακολούθησαν την Επανάσταση του 1821. Η έννοια του συνταγματισμού συνδέθηκε ιστορικά και εξακολουθεί να συνδέεται με μια βασική ιδέα: Η "αναγκαστικότητα του συντάγματος" και η πολιτική εξουσία οφείλει να ασκείται σύμφωνα με καταστατικές κανονιστικές προβλέψεις και να υπόκειται σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς. Το σύνταγμα και όχι ο νόμος είναι η θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματός μας. Η σύγκλητος είναι τεχνικά πιθανό να λαμβάνει παράνομες αποφάσεις, δηλαδή αντισυνταγματικές. Η αστυνομία όταν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και ασκεί υπέρμετρη βία καταχράται την εξουσία της παραβιάζοντας τον υπέρτατο νόμο και η πλειοψηφία μπορεί να αυθαιρετεί ακόμα κι αν θεωρεί ότι εκφράζει αυθεντικά την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Η αποχώρηση από τον συνταγματισμό μάς αποξενώνει διεθνώς και μας οδηγεί πίσω στον καιρό της φεουδαρχίας, όταν η εξουσία ήταν αντικείμενο νομής αυταρχικών ιδιοκτητών της και όχι σε κάποιο αόριστα απαλλαγμένο από κάθε ανησυχία μέλλον. Εξάλλου, η δημοκρατία δεν είναι απαλλαγμένη από ανησυχίες και έγνοιες. Είναι μια διαδικασία γεμάτη παλινδρομήσεις, που χρειάζεται τη μέριμνα του καθενός και της καθεμιάς μας.

  • Μιλώντας για την «γυναικοκτονία»

    Κείμενο: Βασίλης Μάρκου (δικηγόρος) Πηγή: thebest portal patras Μεγάλη είναι η συζήτηση που έχει ξεκινήσει, σε νομικό επίπεδο για την ένταξή του όρου «γυναικοκτονία» στο δίκαιο των χωρών. Στην Ελλάδα τις τελευταίες μέρες ακούμε καθημερινά αυτόν τον όρο, μετά την αποκάλυψη ότι η 20χρονη Καρολάιν δολοφονήθηκε από τον 32χρονο σύζυγό της. Ωστόσο στη νομική επιστήμη ο όρος «γυναικοκτονία» δεν υπάρχει... Ο πατρινός Βασίλης Μάρκου εξηγεί στο thebest.gr τον λόγο που δεν υπάρχει ο όρος στο δίκαιο αλλά εξηγείται και ποιος είναι ο αντίλογος. Ο νομοθέτης για την κακομεταχείριση της γυναίκας αλλά και των μελών μίας οικογένειας έχει προβλέψει εδώ και χρόνια κάποια αυστηρή αντιμετώπιση και της εξύβρισης και της απειλής και των σωματικών βλαβών. Υπάρχει πολύ πιο αυστηρή αντιμετώπιση για τέτοιες πράξεις μέσα στην οικογένεια. Δεν έχει προβλέψει για την γυναικοκτονία γιατί οι ποινές που προβλέπονται για την ανθρωποκτονία είναι αρκετές. Μιλάμε για ισόβια, αν δεν υπάρχει κάποιο ελαφρυντικό. Τι παραπάνω να προβλέψει ο νομοθέτης? Αυτό που χρειάζεται είναι η αυστηρή αντιμετώπιση των προβλημάτων της ενδοοικογενειακής βίας. Υπάρχει ο νόμος αλλά πρέπει να γίνει αυστηριοποίηση των ποινικών διατάξεων γιατί εκεί υπάρχουν προβλήματα και η βία μέσα στην οικογένεια δύσκολα αποκαλύπτεται. Η Πολιτεία πρέπει να βρει τρόπο να φτάνουν αυτές οι υποθέσεις στην δικαιοσύνη». Ο όρος «γυναικοκτονία» πλέον έχει εδραιωθεί διεθνώς και διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση σε νομικό επίπεδο για την ένταξή του στο δίκαιο των χωρών. Όπως εξηγεί ο δικηγόρος Βασίλης Μάρκου, «ο όρος γυναικοκτονία γεννιέται θεωρητικά το 1992 στο βιβλίο Femicide: the Politics of Woman Killing, από μια αμερικανίδα καθηγήτρια και μια αγγλίδα εγκληματολόγο. Οι δολοφονίες αυτές αποτελούν την βίαιη πτυχή ενός λανθάνοντος, αλλά απόλυτα υπαρκτού συστήματος καταπίεσης και καθυπόταξης της γυναίκας, προκειμένου ακόμα και με τίμημα την ζωή της να πειθαρχήσει σε αυτό που είναι κοινωνικά επιβεβλημένο από μια βαθιά ριζωμένη πατριαρχική κατανομή των ρόλων μεταξύ των φύλων. Ο όρος «γυναικοκτονία» πλέον έχει εδραιωθεί διεθνώς και διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση σε νομικό επίπεδο για την ένταξή του στο δίκαιο των χωρών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), η Διακήρυξη της Βιέννης για τις γυναικοκτονίες, του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (ECOSOC), το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, αναγνωρίζουν ήδη τον όρο αυτό. Στην Γαλλία έχει συσταθεί μια Επιτροπή του Γαλλικού Κοινοβουλίου, που στόχο έχει το κατά πόσο θα μπορούσε ο όρος γυναικοκτονία να συμπεριληφθεί στους νομικούς όρους του γαλλικού δικαίου ως αυτοτελές έγκλημα, ενώ 18 κράτη της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής έχουν εντάξει ήδη την έννοια αυτή στο νομικό τους σύστημα». Στην Ελλάδα, σε θεσμικό επίπεδο, η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων έχει κάνει βήματα προς την ίδια κατεύθυνση. Στην περίπτωση της άσκησης βίας, η ένταση και η έκταση, οι αιτίες και η κοινωνική πρόσληψη της λαμβάνει διαφορετικές μορφές και ποιότητες σε κάθε ιστορική και πολιτισμική συνθήκη. Όπως επισημαίνει ο κ. Μάρκου, «τα βασικά επιχειρήματα του νομικού κόσμου ενάντια στην εισαγωγή της γυναικοκτονίας ως αυτοτελές έγκλημα είναι τα εξής: Ο όρος γυναικοκτονία, θέτει τις γυναίκες σε μια κατηγορία που τις υποβιβάζει ως χρήζουσες ειδικής μεταχείρισης. Επιπλέον, η θέσπιση ενός νέου αδικήματος, της γυναικοκτονίας, είναι μια αχρείαστη ενέργεια σε πρακτικό επίπεδο, αφού τα αδικήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως γυναικοκτονία, ουσιαστικά υπάρχουν στον Ποινικό Κώδικα, επομένως το νομικό οπλοστάσιο είναι ήδη επαρκές. Ενδεχόμενη αναγνώρισή του θα είχε μόνο συμβολική σημασία. Αρχικά θα πρέπει να καταστεί σαφές, ότι μια εισαγωγή του όρου στον ποινικό μας κώδικα δεν θα σήμαινε ότι όλες οι ανθρωποκτονίες γυναικών με δράστες γυναίκες είναι γυναικοκτονίες. Όμως, αρχή της ισότητας στο σύνταγμα μας σύμφωνα με την απόλυτα κρατούσα άποψη δεν λαμβάνει την ισότητα εξισωτικά, αλλά επιτάσσει την ίση μεταχείριση ίδιων περιπτώσεων και την ανόμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Στην περίπτωση της άσκησης βίας, η ένταση και η έκταση, οι αιτίες και η κοινωνική πρόσληψη της λαμβάνει διαφορετικές μορφές και ποιότητες σε κάθε ιστορική και πολιτισμική συνθήκη. Η βία που ασκείται από την ίδια την θέση του γυναικείου υποκειμένου, εννοιολογικά και κατηγορικά διαφοροποιείται σαφώς από τις υπόλοιπες μορφές βίας και οφείλεται στις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις. Με την παραγνώριση της ιδιαίτερης φύσης της γυναικοκτονίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες τελείται, έχει ως αποτέλεσμα να κατανοείται άλλοτε ως μια «κακιά στιγμή», ή άλλοτε σαν κάτι το τερατώδες ή το ανήκουστο. Στην πρώτη περίπτωση η πράξη εξωραΐζεται και χάνει την ιδιαίτερη φύση της απαξίας της, ενώ στην δεύτερη μεταμορφώνεται ο θύτης σε ένα «ανθρωπόμορφο κτήνος» με κίνδυνο να υπαχθεί στην κατηγορία των ατόμων μειωμένης αντίληψης και επομένως μειωμένου ποινικού καταλογισμού. Τέλος, θα προσπαθήσω να απαντήσω στην δεύτερη ένσταση, με τρόπο που να ικανοποιεί το περιορισμένο της έκτασης αυτού του άρθρου. Η σημασία της γλώσσας που χρησιμοποιείται σε ένα κανονιστικό κείμενο, όπως ο ποινικός κώδικας, έχει αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης στον χώρο της θεωρίας του δικαίου. Ο αντίλογος λοιπόν στο δεύτερο επιχείρημα λέει, ότι όλες οι μεγάλες αλλαγές του αιώνα που μας πέρασε συνοδεύονται από αλλαγές χρήσης λέξεων και όρων, που επιτρέπουν την επίγνωση πως το δίκαιο είναι ένας εύπλαστος χειρισμός συμβόλων και λέξεων και τοποθετούνται σε μια ιστορική προοπτική. Όχι μόνο παρακολουθεί τις κοινωνιολογικές εξελίξεις, αλλά ακόμα περισσότερο, διαθέτει μια μορφοποιητική δύναμη, η οποία βοηθάει το πραγματικό, δηλ. την αντίληψη περί του πραγματικού, να πάρει σχήμα και μορφή. Όπως λέει ο Parkin, «ακόμη και οι στρατηγικές της δικαιοσύνης μπορεί να παγιδευτούν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα η οποία μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο «κλειστή»· να αντανακλά περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένες μορφές βίας - μια έννοια που καλύπτει ένα τεράστιο πεδίο, από τη φυσική καταστροφή έως τη μεταφυσική βεβήλωση» (Parkin, 1986:205)». Απομένει στους νομικούς επιστήμονες να διαλέξουν πλευρά. Γιατί το δίκαιο δεν είναι ουδέτερο, ούτε ένα καθαρό γλωσσικό γεγονός, εδραιωμένο σε έναν χώρο απόλυτων, άχρονων και αμετάβλητων αξιών».

  • ''Eντός δικαίου''

    Κείμενο: Βασίλης Μάρκου (δικηγόρος) Πηγή: Εφημερίδα "Η Aυγή" Τον Φεβρουάριο του 2018 διαβιβάστηκε στη Βουλή η δικογραφία για την υπόθεση της φαρμακοβιομηχανίας Novartis Hellas, την οποία απέστειλε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στο υπουργείο Δικαιοσύνης προς διερεύνηση στοιχείων που αφορούσαν δέκα πολιτικά πρόσωπα. Στη συνέχεια ψηφίστηκε από τη Βουλή το πόρισμα της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης, με το οποίο έκρινε εαυτήν αναρμόδια κίνησης ποινικής δίωξης για τις πράξεις της δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων, της παθητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κρίνοντας για τα δύο πρώτα ότι δεν διαπράττονται «κατά» την τέλεση των, με την στενή έννοια, καθηκόντων των πολιτικών προσώπων, αλλά επ’ ευκαιρία αυτών. Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια της Βουλής με την απόφασή της για σύσταση Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης, είχε ήδη κρίνει πως το αξιόποινο των πράξεων απιστίας έχει πλέον εξαλειφθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 3 του συντάγματος λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας για τη δίωξη. Όπως έχει τοποθετηθεί μεγάλο μέρος της θεωρίας (Καϊάφα - Γκμπάντι M., Μαργαρίτης Λ., Συμεωνίδου - Καστανίδου), η συνταγματική διάταξη περί ευθύνης μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών (αρ. 86 Συντ.) παραβιάζει την ίσης τυπικής ισχύος συνταγματική διάταξη της ισότητας και επομένως, μέχρι να καταργηθεί, πρέπει να ερμηνεύεται εξαιρετικά συσταλτικά. Συνεπώς, τα εγκλήματα δωροληψίας, που τελούνται από τα ανωτέρω πρόσωπα, κρίνεται ότι θα ήταν απόλυτα εσφαλμένο να πει κανείς ότι διαπράττονται «κατά» την τέλεση των καθηκόντων, που απαιτεί για την εφαρμογή του το αρ. 86 συντ. Η άποψη αυτή απηχεί μια ερμηνευτική επιλογή που δεν είναι αντίθετη προς τον νόμο (contra legem) ούτε στην νομολογία (ενδεικτικά ΑΠ 171/2017, 468/2017, 565/2017, ΕΔΔΑ Συγγελίδης κατά Ελλάδος). Οψίμως ο κ. Βορίδης αναρωτιόταν ποιος είναι ο λόγος που ενώ στο υπ. αριθμ. πρωτ. 1344/2018 /5.2.2018 έγγραφο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου με το οποίο διαβιβάστηκε η δικογραφία δεν περιλαμβάνεται το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, κάτι που σημαίνει, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι ο Εισαγγελέας είχε ήδη κρίνει για ποια αδικήματα δεν ήταν αρμόδια η Βουλή, ενώ προ ολίγων εβδομάδων διέταξε Προκαταρκτική Εξέταση για τον Αν. Λοβέρδο συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων της δωροληψίας. Η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης της Βουλής με το από 18.4.2018 πόρισμά της ερμήνευσε αυθεντικώς τη νομοθεσία όπως της αποδίδει αυτήν την αρμοδιότητα το σύνταγμα και όχι αυθαίρετα, όπως συνομολογεί η ύπαρξη της ίδιας άποψης στη θεωρία και τη νομολογία. Η Βουλή είναι η αποκλειστικά αρμόδια να κρίνει εάν τυχόν αδικήματα έχουν υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 του συντ. και να παύσει την ποινική δίωξη. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν παρέλειπε η εισαγγελέας να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση μετά την επιστροφή της δικογραφίας στη τακτική Δικαιοσύνη για τα δύο πρώτα αδικήματα; Δεν θα έπρεπε να σταλεί πίσω στην Βουλή για να κριθούν ως τυχόν υποκείμενα στη σύντομη αποσβεστική προθεσμία; Τι θα έπρεπε να κάνει τότε η Βουλή; Θα διατηρούσε την επιστημονική της άποψη και θα γύριζε τη δικογραφία στην τακτική Δικαιοσύνη για να της την ξαναγυρίσει πίσω; Ή θα έπρεπε να μεταστρέψει τη δική της άποψη; Ή μήπως δεν θα έπρεπε να έχει άποψη; Δεν μου κάνει εντύπωση που τέτοια επικίνδυνα συμπεράσματα προέρχονται από την ανάπτυξη του ειρμού του κ. Βορίδη. Είναι σαφές ότι η δέσμια αποδοχή της ερμηνείας που αρμοδίως υιοθέτησε αρχικώς η Επιτροπή από την εισαγγελέα διασώζει τη δικονομική διαδικασία και τους θεσμούς από έναν παροδοξολογικό αυτοεξευτελισμό τους. Το αντίθετο θα ερχόταν εξάλλου ενάντια σε μια άλλη συνταγματική αρχή, αυτή της δίκαιης δίκης και συγκεκριμένα της απαγόρευσης αρνησιδικίας (άρθρο 20 συντ.). Δηλαδή, της άρνησης έκδοσης δικαστικής απόφασης ή της αδυναμίας έκδοσής της λόγω εγγενών αδυναμιών του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, με όλα τα συμπαρομαρτούντα που θα προκαλούσε μια τέτοια εξέλιξη στη σχέση πολιτών - πολιτικού συστήματος. Ανεξάρτητα όμως από σταθμίσεις, η ίδια η συνταγματική ρύθμιση του θέματος δείχνει ότι προτάσσεται η διερεύνηση της ενδεχόμενης αρμοδιότητας της Βουλής, ενώ η αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης, προκύπτει παραπληρωματικά για κάθε περίπτωση που δεν εμπίπτει στο σύνταγμα, δεσμευόμενη η τελευταία να κρίνει εαυτήν αρμόδια. Εάν έπαυε την ποινική δίωξη η ίδια λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας, θα τελούσε πράγματι κάποιο αδίκημα, αυτό της κατάχρησης εξουσίας (239 Π.Κ.)

  • Έξαρση της εγκληματικότητας ή έξαρση των υπερβολών;

    Κείμενο: Βασίλης Μάρκου, Δικηγόρος Πηγή: Εφημερίδα "Η Aυγή" Ένεκα της ψήφισης του νέου Ποινικού Κώδικα και της νέας Ποινικής Δικονομίας ανακυκλώνεται μια άποψη τις τελευταίες μέρες από μέσα που αντιπολιτεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι νέοι Κώδικες μπορεί να οδηγήσουν σε έξαρση της μικροεγκληματικότητας το επόμενο χρονικό διάστημα. Τα σχόλια επικεντρώνονται στην αναθεώρηση του άρθρου 374 Π.Κ. Συγκεκριμένα, πριν από την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, η κλοπή διωκόταν σε βαθμό κακουργήματος, μεταξύ άλλων στις εξής δύο περιπτώσεις: α) «εάν είχε τελεστεί από δύο ή περισσότερους δράστες που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες» και β) «εάν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ». Ο νέος, αναθεωρημένος κώδικας θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την άσκηση κακουργηματικής δίωξης η αξία των κλοπιμαίων να υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ. Όπερ συνεπάγεται ότι θα αποφυλακιστούν όσοι ήδη βρίσκονται σε προσωρινή κράτηση, ενώ θα πάψουν να κρατούνται προσωρινά οι νέοι δράστες, αφού η προσωρινή κράτηση προβλέπεται μόνο σε περίπτωση κακουργήματος. Χάριν άρσης νομικών επιχειρημάτων που επιφέρουν σύγχυση ως προς το ειδικότερο και το γενικότερο σχέδιο των πρόσφατων αλλαγών χρήζουν επισήμανσης τα εξής: Η ανωτέρω θέση ενέχει μια κοντόθωρη αντίληψη για το πώς ασκείται αποτελεσματικά η αντεγκληματική πολιτική, ενώ δεν έχει συλλάβει καθόλου το συνολικό πνεύμα που διέπει τους νέους κώδικες, το οποίο επιδιώκει την ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και κράτους δικαίου και ιδίως τον σεβασμό των δικαιωμάτων του πολίτη που ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με τον ποινικό έλεγχο. Προκρίνει δε την απαρχαιωμένη «αρχή του αστυνομικού κράτους» έναντι αυτής της δικαιοκρατικής. Το βασικότερο πρόβλημα που έρχονται να επιλύσουν οι νέοι κώδικες είναι ότι μέχρι σήμερα είχαμε πολύ υψηλές απειλούμενες ποινές και ένα ιδιαίτερα εύκαμπτο και ελαστικό σύστημα απολύσεων, σε αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ποινικά συστήματα. Με άλλα λόγια, οι ποινές που επιβάλλονταν ήταν πολύ μεγάλες ακριβώς επειδή η εφαρμογή τους διά του ποινικού σωφρονισμού ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. H (εξασφαλίζουσα τον χαρακτήρα της ποινικής δίκης ως δίκαιης) ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντίρροπες τάσεις της ασφάλειας δικαίου και του κράτους δικαίου είχε στο παρελθόν ανατραπεί, με επικράτηση της τιμωρητικής εις βάρος της φιλελεύθερης λειτουργίας - με κυριαρχία του κράτους καταστολής σε βάρος του κράτους δικαίου. Πλέον, δημιουργείται ένα πάγιο και μόνιμο σύστημα απολύσεων σε συνδυασμό με εξορθολογισμό των επαπειλούμενων ποινών υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, με βάση την αξιολόγηση των προστατευόμενων έννομων αγαθών. Όποιος αμφισβητεί την τελευταία διαπίστωση δεν έχει παρά να δει τις συστηματικά διογκούμενες ποινικές διώξεις (κι αυτό για να νομιμοποιηθεί η προηγηθείσα αστυνομική δράση και να προδιαγραφεί δυσμενώς η μετέπειτα πορεία) και την, ενίοτε άμετρη και μη έλλογη, λήψη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, συνήθως της προσωρινής κρατήσεως, η οποία εξηγείται πλην άλλων από την επιρροή πρώιμα εκδηλούμενων ανταποδοτικών αντιλήψεων δημόσιας αγανάκτησης. Όμως, η ευτελίζουσα την ποινική διαδικασία και προσλαμβάνουσα απάνθρωπα χαρακτηριστικά επιβολή αυστηρών ποινών έρχεται σε θεμελιακή αντίφαση με το τεκμήριο αθωότητας, αντίφαση που λαμβάνει δραματικό χαρακτήρα σε όσες περιπτώσεις ο στερούμενος την προσωπική του ελευθερία μετέπειτα αθωώνεται από την κατηγορία εναντίον του. "Σταθερή ροπή" Ήδη, με τις νέες διατάξεις καταργείται τελείως το κατά συνήθεια τελούμενο έγκλημα ως διακεκριμένη μορφή αξιόποινης πράξης, καθώς έγινε δεκτό ότι η ύπαρξη «σταθερής ροπής» στην τέλεση ενός εγκλήματος υποδεικνύει μείωση των δυνατοτήτων του δράστη να αντισταθεί στην τέλεση της αξιόποινης πράξης, που θα έπρεπε να οδηγεί σε μείωση και όχι σε επαύξηση της ποινικής κύρωσης (άρθρο 13 στ. ε'). Η εξέλιξη αυτή αφουγκράζεται τους προβληματισμούς που είχαν αναπτυχθεί στο παρελθόν από το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας του ποινικού δικαίου. Η κατ’ επάγγελμα τέλεση προσλαμβάνει πλημμεληματικό χαρακτήρα και είναι αυτή που αποτέλεσε το έναυσμα της θέσης ότι θα οδηγηθούμε σε κάποια έξαρση της εγκληματικότητας λόγω των αποφυλακίσεων προσωρινά κρατούμενων. Όμως, εκτός από τους δεκαεννέα συνολικά αποφυλακισθέντες στην Αθήνα (sic), που αποτέλεσαν και την αφορμή για τη θέση αυτή και την αντίστοιχη αρθρογραφία, η κατ’ επάγγελμα τέλεση δεν θα πάψει να αντιμετωπίζεται με υπευθυνότητα στο μέλλον ως προς την εκτέλεση της ποινής παρά την πλημμεληματοποίησή της και αυτό διότι: ακριβώς το χαρακτηριστικό της συχνής τέλεσης αδικημάτων είναι αυτό που ενεργοποιεί την εφαρμογή των κανόνων περί άρσης της αναστολής εκτέλεσης. Επομένως, κατ’ αποτέλεσμα δεν θα υπάρχει διαφοροποίηση ως προς την εκτέλεση των ποινών όσων κρίθηκαν τελικά ένοχοι σε περισσότερες από μία φορές για όχι ήσσονος απαξίας αδικήματα. Τούτα δε έρχονται να εδραιωθούν περαιτέρω με τον εκσυχρονισμό του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, καθώς έχει αποδειχθεί, όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα, ότι όχι μόνο για τους πρωτόπειρους εγκληματίες, αλλά ακόμη και για ανθρώπους που έχουν καταδικασθεί στο παρελθόν, η απειλή εκτέλεσης μιας σχετικά μικρής ποινής φυλάκισης, συνοδευόμενη από εναλλακτικά της ποινής μέτρα -στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κοινωφελής εργασία- είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την ίδια την έκτισή της στη φυλακή. Είναι βέβαιο ότι η ραγδαία αλλαγή νομικών συστημάτων που εισάγουν μια νέα κουλτούρα επικαιροποιώντας τα σύγχρονα πορίσματα της επιστήμης εμφανίζει πάντα δυσχερή ζητήματα προς επίλυση κατά το μεταβατικό στάδιο που ακολουθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, οι δυσχέρειες λαμβάνουν τη μορφή που αντιστοιχεί στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου, που είναι αυτό της παραβατικότητας των υποκειμένων. Όταν όμως οι δυσχέρειες αυτές κρίνονται καθοριστικές για την ίδια την αναγκαιότητα να επέρχονται αλλαγές εν γένει, ειδικά στην επιστήμη, τότε είναι ακριβώς που τονίζεται με θεμελιακό τρόπο η απόσταση που χωρίζει την πρόοδο από τη συντήρηση.

  • Νέες ψευδαισθήσεις που έρχονται από το παρελθόν

    Κείμενο: Βασίλης Μάρκου, Δικηγόρος Πηγή: Εφημερίδα "Η Εποχή" «Νομοθετούμε απ’ την αρχή ένα νέο εργατικό δίκαιο», ξεκαθάρισε πριν από μερικές μέρες ο υπουργός Εργασίας, ενώ ο πρωθυπουργός δήλωσε σχετικώς: «τα μέτρα της επικαιρότητας, να γίνουν πυροδότες διαρκών μεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για κατακτήσεις που θα μας βοηθήσουν, ώστε μετά την καταιγίδα να κάνουμε μία νέα αρχή. Με άλλα λόγια, μετά την εμπειρία του κορωνοϊού, είναι στο χέρι μας η “ανάγκη του σήμερα” να θεμελιώσει την “αναγέννηση του αύριο”». Οι διατυπώσεις αυτές αποκαλύπτουν τη διάθεση για πρόσδοση μονιμότητας στις εισαγόμενες ρυθμίσεις, κάτι που καταμαρτυρά και η διάρκεια ορισμένων για έξι μήνες, σε αντιδιαστολή με την τακτική «βλέποντας και κάνοντας», που ακολούθησε η κυβέρνηση σχετικά με την ενίσχυση –ορισμένων κατηγοριών- των αδύναμων στρωμάτων, και όχι μόνο. Η εξαήμερη απασχόληση, τα ελαστικά ωράρια (είτε συλλογικά, είτε με ατομική συμφωνία), η εργασία με «βάρδιες» τριών ή τεσσάρων ημερών σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σε κρίση, η «εξαφάνιση» επιδομάτων και έξτρα παροχών, τις οποίες προέβλεπαν οι κλαδικές συμβάσεις και οι μειώσεις μισθών έως τα επίπεδα του εκάστοτε νομοθετημένου μισθού ή ημερομισθίου, είναι παθογένειες του χώρου της εργασίας που ωχριούν ενώπιον των νέων διευκολύνσεων για την εργοδοτική μεριά. Η καταπάτηση των ωραρίων με φαινόμενα μέχρι και 12ωρης εργασίας, η αναστολή της δήλωσης των υπερωριών και των ωρών εργασίας στο «ΕΡΓΑΝΗ», η αναστολή των συμβάσεων εργασίας, η αναστολή των απεργιακών δικαιωμάτων, η επαναφορά του μέτρου επίταξης και επιστράτευσης απεργών, η εκ περιτροπής απασχόληση των εργαζομένων φαίνεται να εντάσσονται στα μακροπρόθεσμα σχέδια χάραξης του νέου τοπίου που οραματίζονται οι κυβερνώντες. Θα περίμενε κάποιος ανυποψίαστος ότι με τη συμβολή της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας και της πολιτικής επιστήμης θα έβρισκε κοινά αυτής της βιοπολιτικής με τις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης, πολύ πριν την ανάπτυξη ενός αντίρροπου συνδικαλιστικού κινήματος. Η μορφή των ψευδαισθήσεων που έχει την τάση να αναπαράγει το ανωτέρω εργασιακό περιβάλλον που μόλις περιγράφηκε, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια άλλη υπόθεση. Η ψευδαίσθηση της ελευθερίας Ο Μαρξ υποστήριζε ότι σε κάθε σύστημα παραγωγής υπάρχουν αυτοφυή στον τρόπο παραγωγής αποτελέσματα απόκρυψης, δηλαδή συνθήκες ψευδαισθήσεων που στηρίζονται στην εκάστοτε μορφή εμφάνισης του τρόπου παραγωγής. Στην εργασία του δούλου (δουλοκτητικό σύστημα) ακόμα και το μέρος εκείνο της εργάσιμης ημέρας, που ο δούλος αναπληρώνει απλώς την αξία των δικών του μέσων συντήρησης, παρουσιάζεται σαν εργασία για τον αφέντη του (...). Αντίθετα στη μισθωτή εργασία (καπιταλιστικό σύστημα) ακόμα και η υπερεργασία, δηλαδή η απλήρωτη εργασία, παρουσιάζεται σαν πληρωμένη εργασία. Εκεί η σχέση ιδιοκτησίας κρύβει την εργασία που κάνει ο δούλος για τον εαυτό του, εδώ η χρηματική σχέση κρύβει την απλήρωτη εργασία του μισθωτού εργάτη (Μαρξ 1978-α: 557). Είναι η ψευδαίσθηση ελευθερίας στον καπιταλισμό το ιδεολογικό σχήμα που εμποδίζει τα άτομα να (ανα)γνωρίσουν τι κάνουν. «Ο εργαζόμενος για να μετασχηματισθεί σε μισθωτό πρέπει να είναι “ελεύθερος” με διπλή έννοια. Από τη μία με την έννοια ότι σαν ελεύθερο πρόσωπο διαθέτει την εργατική του δύναμη σαν εμπόρευμά του. Και από την άλλη, με την έννοια ότι δεν έχει άλλα εμπορεύματα να πουλήσει, ότι σαν το ελεύθερο πουλί είναι ελεύθερος από όλα τα πράγματα που χρειάζονται για να πραγματοποιήσει την εργατική του δύναμη» (Μαρξ 1978-α: 179). Η διάθεση της κυβέρνησης με την αγαστή σύμπλευση του ΣΕΒ για καθολίκευση της κάλυψης των αναγκών των επιχειρήσεων δια της μεταφοράς εργαζομένων μέσω σχημάτων «δανεισμού», δηλαδή η ανταλλαγή τους με μορφή συνεχούς κίνησης που θα αποδεσμεύει και το κράτος από επιδοτήσεις, καταργεί την αυταπάτη ελευθερίας να εμπορεύεται ο εργαζόμενος την ιδιοκτησία του εαυτού του. Η αγόγγυστη δυνατότητα των εργοδοτών να μεταφέρουν τους εργαζομένους τους χωρίς προηγούμενη «διαπραγμάτευση», συνιστά μια ομολογημένη μετατόπιση του τύπου της αναγκαίας ψευδαίσθησης και η εργασία ανήκει πλέον στον αφέντη. Αντίστοιχη μετατόπιση συνιστά και η πρακτική πληρωμής του εργαζομένου σε είδος και μάλιστα προερχόμενο από τον ίδιο τον «αφέντη». Αντί δηλαδή του οφειλόμενου μισθού, -στο σύνολο ή μέρος αυτού-, να επιλέγεται η παράδοση στους εργαζομένους επιταγών για αγορά από την επιχείρηση που εργάζονται διαφόρων αγαθών και υλικών, καυσίμων, κτλ., πρακτική που παρά το γεγονός ότι απαγορεύεται από την νομοθεσία –πλην εξαιρέσεων- έχει καταστεί συχνό φαινόμενο. Εδώ ο εργαζόμενος-δούλος αναπληρώνει την αξία των δικών του μέσων συντήρησης ως εργασία στον αφέντη, όπως είδαμε πιο πάνω ότι συμβαίνει στο δουλοκτητικό σύστημα. Σπασμωδική και αποτυχημένη παλινόρθωση Η έννοια της ιδιοκτησίας γενικά -και κατ’ επέκταση της «κυριότητας» του εαυτού, που οι Άγγλοι φιλόσοφοι των αρχών του 18ου αιώνα επιστράτευσαν για να δικαιολογήσουν τις βλέψεις της ανερχόμενης μεσαίας τάξης εκείνης της εποχής και την εδραίωση της κυριαρχίας της μέσω του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής- μάλλον δεν ενδιαφέρει τους σύγχρονους «αντι- μεταρρυθμιστές» της χώρας μας με αποκλειστικό τρόπο. Το καθεστώς «δανεισμού» του εργαζομένου, ή η πληρωμή σε είδος της αμοιβής του, φαίνεται να απαγκιστρώνονται από το κίβδηλο εννοιολογικό σχήμα της «ελευθερίας» της «ιδιοκτησίας» του «εαυτού» και της «ελεύθερης» διαπραγμάτευσης του, όπως τα γνωρίσαμε τους τελευταίους αιώνες. Η υπόθεση ότι το φεουδαρχικό σύστημα φωλιάζει ακόμα στο παρόν, χωρίς να έχει χάσει την ανακρατητική του σύνδεσή με αυτό, δυστυχώς επαληθεύεται μετ’ επιτάσεως. Δεν πρόκειται, όμως, για πρόσφορη προσπάθεια παλινόρθωσης του. Αφορά περισσότερο έναν σπασμωδικό και άναρθρο αντουανετισμό αρυόμενο από το τζάκι του πρωθυπουργού, που θα καταπέσει. [...] Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα Νέο. Σέρνονταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί και βρωμούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει [...]. Μπέρτολτ Μπρεχτ, 1938

bottom of page